- λιναρία ή λίνοψη
- (Linaria). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριιδών, της υφομοταξίας των αστεριδών. Τα λ. μοιάζουν με τα αντίρρινα, γνωστά με την κοινή ονομασία σκυλάκια. Ευδοκιμούν εύκολα στους ακαλλιέργητους τόπους και φύονται στην Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει 19 είδη λ., εκ των οποίων το γνωστότερο είναι η Linaria cymbalaria, με ανοιχτογάλαζα άνθη και μισχωτά φύλλα, που απαντάται σε βράχους και τοίχους της νότιας Ελλάδας. Εξίσου γνωστό είδος είναι η λ. η κοινή, η οποία φτάνει σε ύψος τα 50-60 εκ. και φέρει άνθη ανοιχτού κίτρινου χρώματος, που καταλήγουν σε οξύ πλήκτρο. Άλλα είδη του γένους λ. είναι τα Linaria dalmatica, Linaria elatine, Linaria purpurea, Linaria triphylla, Linaria bipartita κ.ά.
Το είδος λιναρίας, Linaria cymbalaria, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε πολλές περιοχές της νότιας Ελλάδας.
Το είδος λιναρίας, Linaria alpina.
Dictionary of Greek. 2013.